-
1 судоходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноπλωτός• πλόιμος•-ая река πλωτός ποταμός•
судоходный канал πλωτή διώρυγα.
-
2 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
3 канал
канал м η διώρυγα, το κανάλι оросительный (судоходный) \канал η αρδευτική (πλωτή) διώρυγα* * *мη διώρυγα, το κανάλιороси́тельный (судохо́дный) кана́л — η αρδευτική (πλωτή) διώρυγα
-
4 канал
каналм1. τό κανάλι, ἡ διώρυξ, ἡ διώρυγα:судоходный \канал ἡ πλωτή διώρυγα· оросительный \канал τό κανάλι ἄρδευσης·2. (ствола оружия) τό κοίλο τῆς κάννης· 3.:мочеиспускательный \канал анат. ἡ οὐρήθρα.